- συνεσταλμένος
- συστέλλωdraw togetherperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεσταλμένος — η, ο / συνεσταλμένος, η, ον ΝΜΑ βλ. συστέλλω … Dictionary of Greek
συνεσταλμένος — η, ο επίρρ. α ντροπαλός: Είναι ένας συνεσταλμένος νέος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συστέλλομαι — συστέλλομαι, (να συσταλώ), συνεσταλμένος βλ. πίν. 91 Σημειώσεις: συστέλλομαι : δε συνηθίζεται ο αόριστος οριστικής. Η μτχ. συνεσταλμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο αυτός που δείχνει συστολή, ντροπαλός … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αδέξιος — ια, ιο (Α ἀδέξιος, ιον) αυτός που δεν έχει ευχέρεια σε κάτι, ανίκανος, ανεπιτήδειος, ανάξιος, ατζαμής νεοελλ. 1. δειλός, συνεσταλμένος 2. (για περιστάσεις κ.λπ.) απρόσφορος, αντίξοος αρχ. αυτός που δεν χρησιμοποιεί με ευχέρεια το δεξί χέρι, ο… … Dictionary of Greek
αιδήμων — αἰδήμων ( ονος), ον (Α) σεμνός, ντροπαλός, συνεσταλμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰδοῦμαι. ΠΑΡ. αἰδημοσύνη, μσν. αἰδημονικός] … Dictionary of Greek
αισχυντηλός — ή, ό (Α αἰσχυντηλός, ή, όν) ντροπαλός, συνεσταλμένος αρχ. 1. (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την ντροπή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσχυντηλόν η αιδημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < ρ. αἰσχύνω. ΠΑΡ αρχ. αἰσχυντηλία] … Dictionary of Greek
διάφοβος — διάφοβος, ον (Μ) συνεσταλμένος, δειλός, φοβιτσιάρης … Dictionary of Greek
εντροπαλός — και ντροπαλός, ή, ό (Μ ἐντροπαλός, ή, ό(ν)) αυτός που ντρέπεται και συστέλλεται εύκολα, φοβισμένος, συνεσταλμένος («κόρη (ε)ντροπαλή» «εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή», Σολωμ.). Επίρρ. (ε)ντροπαλά με συστολή, συνεσταλμένα, φοβισμένα … Dictionary of Greek
εντροπιάρης — α, ικο και ντροπιάρης, α, ικο ντροπαλός, συνεσταλμένος … Dictionary of Greek
εντροπικός — ἐντροπικός, ή, ό(ν) (Μ) ντροπαλός συνεσταλμένος … Dictionary of Greek